- πάροδος
- πάροδοςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά … Dictionary of Greek
πάροδος — η 1. δρόμος μικρός που βγαίνει σε μεγαλύτερο, παρακλάδι του κύριου δρόμου: Η κεντρική οδός έχει πολλές παρόδους. 2. πέρασμα, παρέλευση: Με την πάροδο του χρόνου το συνηθίσαμε το κλίμα. 3. πλαϊνός δρόμος του αρχαίου θεάτρου που οδηγούσε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Пародос — (πάροδος, собственно выход) первая песнь хора в древнегреческой трагедии. Называется так потому, что первоначально пелась при вступлении хора в оркестру. В П. указывался повод, по которому является хор, и выяснялись отношения его к главному лицу… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ПАРОД — • Πάροδος, см. Chorus, Хор, и Theatrum, Театр, 7 … Реальный словарь классических древностей
παρόδοις — πάροδος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόδοισι — πάροδος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόδοισιν — πάροδος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόδου — πάροδος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόδους — πάροδος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόδων — πάροδος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)